Το Ghostwire: Tokyo αποτελεί τη νέα IP της Tango Gameworks. Για όσους δε γνωρίζουν, η Tango Gameworks βρίσκεται πίσω από το γνωστό survival horror franchise, Evil Within. Ο νέος τίτλος της εταιρείας ωστόσο, δε θα ακολουθήσει τη πορεία των προηγούμενών της, καθώς μιλάμε κυρίως για έναν FPS Action Adventure τίτλο, ο οποίος όμως λαμβάνει χώρα σε έναν ανοιχτό κόσμο, τον οποίο μπορούμε να εξερευνήσουμε.
Πιο συγκεκριμένα, στο Ghostwire: Tokyo θα βρεθούμε στο εγκαταλελειμμένο Τόκιο, ύστερα από μία υπερφυσική καταστροφή, που ονομάζεται The Vanishing. Με πολύ απλά λόγια, κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου γεγονότος, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν στο Τόκιο εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τα πνεύματά τους να περιπλανιούνται. Εκτός από τα πνεύματα των ανθρώπων, στο ερημωμένο πια Τόκιο, εισέβαλλαν κάποιοι “δαίμονες”, που ονομάζονται Visitors. Εμείς, τώρα, παίζουμε ως ένας νεαρός άνδρας με όνομα Akito, ο οποίος κατά τη διάρκεια της υπερφυσικής καταστροφής επιβίωσε, χωρίς να γνωρίζει το πώς και το γιατί. Μετά από πολύ λίγο, ωστόσο, μαθαίνουμε ότι ένα πνεύμα ενός άντρα που ονομάζεται KK έχει κυριεύσει το σώμα του Akito. Ο ΚΚ, προτού μετατραπεί σε πνεύμα, διεξήγαγε έρευνες και μελετούσε γενικότερα την υπερφυσική δραστηριότητα, και χάρη σε αυτό, έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε το Ethereal Weaving, το οποίο αποτελεί το βασικό όπλο μας ενάντια των Visitors κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Η βασική ιστορία του παιχνιδιού λοιπόν, βλέπει τους Akito και KK, να προσπαθούν να διορθώσουν τη ζημιά που έχει γίνει στο Τόκιο, σώζοντας τα πνεύματα των ανθρώπων που “εξαφανίστηκαν” από την υπερφυσική καταστροφή, με την ελπίδα να επιστρέψουν στα σώματά τους και στη κανονική τους ζωή, καθώς επίσης και να σταματήσουν τα άτομα τα οποία ευθύνονται για αυτή. Όσον αφορά στην ιστορία, θα λέγαμε ότι είναι αν όχι το καλύτερο, ένα από τα καλύτερα στοιχεία του παιχνιδιού. Συνολικά, πέρα από κάποια προβλήματα στο γράψιμο, η εξέλιξη και η δομή της ιστορίας καθ’ αυτή, αποτελεί κάτι άξιο προσοχής και μοναδικό. Δεν έχουμε δει πολλά παρόμοια πράγματα στο παρελθόν και αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι το παιχνίδι εμπλουτίζεται και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιαπωνική κουλτούρα και μυθολογία, κάτι το οποίο οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι απολαύσαμε.
Ας περάσουμε τώρα σε μία πολύ σημαντική πτυχή του παιχνιδιού, η οποία αφορά στην εξέλιξη του χαρακτήρα μας. Καθώς εξερευνούμε το Τόκιο και προχωράμε στην ιστορία, θα μας δίνεται η ευκαιρία να εξελίξουμε τις ικανότητες του Akito μέσω του KK. Ουσιαστικά, στο παιχνίδι θα ανεβαίνουμε επίπεδα, με το κορυφαίο να είναι το πεντηκοστό. Επίπεδα ανεβαίνουμε σκοτώνοντας εχθρούς και σώζοντας και επιστρέφοντας τα χαμένα πνεύματα. Κάθε φορά που ανεβαίνουμε επίπεδο, λαμβάνουμε μια μικρή αύξηση στο maximum health bar, καθώς και skill points, για να ξεκλειδώσουμε και να αναβαθμίσουμε τις ικανότητες του Akito. Skill points, μπορούμε να αποκτήσουμε και βρίσκοντας κάποια investigation notes μέσα στη πόλη, τα οποία είχε γράψει ο ΚΚ, όταν μελετούσε υπερφυσικά γεγονότα.
Οι ικανότητες, τώρα, χωρίζονται σε τρία διαφορετικά είδη. Ethereal Weaving, Equipment και Abilities. Το Ethereal Weaving αφορά στην ικανότητα του Akito να χρησιμοποιεί τη δύναμη του KK με τις κινήσεις των χεριών του για να εξοντώνει τους αντιπάλους, το Equipment έχει να κάνει κυρίως με το τόξο και κάποιον ακόμη εξοπλισμό που θα δούμε παρακάτω, και τα Abilities σχετίζονται με τις διάφορες ικανότητες του KK. Κάποια skills, είναι κλειδωμένα από ένα είδος νομίσματος, το οποίο ονομάζεται Magatama και μπορείτε να το βρείτε από κάποιους συγκεκριμένους Visitors, καθώς και κάποια διάσπαρτα μαγαζιά.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που αφορά στην εξέλιξη του χαρακτήρα μας, είναι τα Prayer Beads. Τα Prayer Beads, είναι κάποια “βραχιόλια” τα όποια βρίσκουμε κυρίως όταν ξεκλειδώνουμε νέες περιοχές στο χάρτη. Με αυτό τον τρόπο, είναι σχετικά δύσκολο να τα παραλείψουμε. Τα συγκεκριμένα αντικείμενα, λοιπόν, μας βοηθούν σχεδόν με τα πάντα. Από την αύξηση της ζημιάς που κάνουμε στους αντιπάλους, μέχρι και την ικανότητα να “αισθανόμαστε” συλλεκτικά αντικείμενα από πολύ μακριά, τα οποία παρεμπιπτόντως, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του παιχνιδιού. Εν ολίγοις, τα Player Beads είναι λίγο πολύ, ένα all in one αντικείμενο, το οποίο βοηθάει συνολικά στην αναβάθμιση του χαρακτήρα μας.
Μιας και το Ghostwire: Tokyo αποτελεί ένα open world παιχνίδι, ας μιλήσουμε λίγο για το world building του. Ενώ υπάρχουν αρκετά πράγματα που βρήκαμε να δυσλειτουργούν, σε γενικές γραμμές, ο κόσμος του είναι ενδιαφέρον. Από τη μία έχουμε αυτή την εκπληκτική ατμόσφαιρα, εξερευνώντας τη σκοτεινή, ερημωμένη, θλιβερή και βροχερή πόλη του Τόκιο, στην οποία κυκλοφορούν Visitors προσπαθώντας να μας σκοτώσουν. Να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι σχεδιαστικά, οι Visitors αποτελούν κάτι πραγματικά αξιοσημείωτο. Φιγούρες απρόσωπες, ακέφαλες, άλλες πανύψηλες και λεπτές, άλλες πιο εύσωμες, με βασικό χαρακτηριστικό την ομπρέλα που κρατούν οι περισσότεροι στα χέρια τους. Σε μεγάλο βαθμό, μερικοί από αυτούς θυμίζουν τo γνωστό horror χαρακτήρα Slenderman, κάτι που σίγουρα εκλάβαμε ως θετικό στοιχείο. Συνολικά, η Tango Gameworks έχει κάνει μια συναρπαστική δουλειά με τη μοναδική αυτή ατμόσφαιρα και το art style και πραγματικά αποτελεί κάτι που δε βλέπουμε τόσο συχνά.
Με τη πρώτη κιόλας ματιά, μπορούμε να παρατηρήσουμε τη λεπτομέρεια που υπάρχει στην πόλη του Τόκιο. Καθώς προχωράμε και με την ιστορία του παιχνιδιού, θα έχουμε διαθέσιμες ακόμα περισσότερες επιλογές, οι οποίες αφορούν το traversal κομμάτι, τον τρόπο δηλαδή που μετακινούμαστε τη πόλη. Θα έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε ένα είδος grappling και να πηδάμε από ταράτσα σε ταράτσα, ακόμα και να αιωρούμαστε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον αέρα, κάτι που το παιχνίδι ονομάζει gliding. Για να εξερευνήσουμε εξ’ ολοκλήρου το Τόκιο, θα χρειαστεί να βρίσκουμε Torii Gates. Κατά τη διάρκεια της βασικής ιστορίας, θα βρούμε πάρα πολλές από αυτές, μιας και αποτελούν κάτι παρόμοιο με τους πύργους του Breath of the Wild και πολλών ακόμη open world τίτλων. Βρίσκοντας και εξαγνίζοντας τις Torii Gates, ξεκλειδώνουμε ένα νέο κομμάτι του χάρτη, αποκτώντας πρόσβαση σε περιοχές στις οποίες δεν μπορούσαμε προηγουμένως να πάμε.
Εκτός του ατμοσφαιρικού κομματιού του κόσμου του, η πόλη του Τόκιο καθ’ αυτή, είναι δυστυχώς άδεια και ταυτόχρονα αποπνικτική με collectibles. Για να γίνουμε λίγο πιο ξεκάθαροι, όταν λέμε άδεια, εννοούμε ότι εκτός από τους αντιπάλους και μερικούς NPC’s για side quests, δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από collectibles. Όλα τα side quests του παιχνιδιού, είτε μας στέλνουν σε μία περιοχή να σκοτώσουμε κάποιους αντιπάλους, οι οποίοι θα ήταν εκεί ούτως ή άλλως, ή μας στέλνουν μέσα σε ένα κτήριο, το οποίο προφανώς, δεν έχει να κάνει με τον έξω κόσμο. Ίσα ίσα, απέχει και ένα loading screen μακριά. Έτσι, αυτό που απομένει στο κόσμο είναι πραγματικά βουνά από collectibles. Σίγουρα, οι open world τίτλοι και τα collectibles είναι ένας συνδυασμός που υφίσταται ανέκαθεν, ωστόσο υπάρχουν κατά τη γνώμη μας πολλά περισσότερα από όσο θα έπρεπε. Συνολικά, δηλαδή, ενώ υπάρχει μια μοναδική ατμόσφαιρα και πάντα νιώθαμε ωραία περπατώντας και εξερευνώντας τη πόλη, ο κόσμος του είναι δυστυχώς άδειος. Πέρα από το να σώζουμε αμέτρητες φορές πνεύματα, να βρίσκουμε αντικείμενα και να σκοτώνουμε εχθρούς, δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουμε στο παιχνίδι. Πράγμα πολύ στενάχωρο, μιας και πραγματικά πιστεύουμε ότι υπήρχε τρομερό potential για κάτι σπουδαίο.
Ας περάσουμε τώρα στο σύστημα μάχης του τίτλου, το οποίο και από τα trailers που είχαμε δει, φαινόνταν ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του. Ως επί το πλείστο, η μάχη στο Ghostwire: Tokyo, χωρίζεται και αυτή σε τρεις κατηγορίες. Το Ethereal Weaving, το τόξο και τα Talismans. To Ethereal Weaving, είναι στοιχειώδεις επιθέσεις τις οποίες πραγματοποιούμε με την κίνηση των χεριών μας. Οι επιθέσεις αυτές, χωρίζονται επίσης σε τρία βασικά στοιχεία, τα οποία είναι ο άνεμος, το νερό και η φωτιά. Καθένα από αυτά τα στοιχεία, έχει περιορισμένο αριθμό επιθέσεων, οι οποίες καθορίζονται από τη ποσότητα Ether που έχουμε στη κατοχή μας. Ether βρίσκουμε σκοτώνοντας αντιπάλους ή καταστρέφοντας κάποια περίεργα χρωματιστά αντικείμενα που βρίσκονται παντού στην πόλη. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα αγάλματα σκορπισμένα, τα οποία ανεβάζουν τη συνολική ποσότητα των επιθέσεων που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, ενώ ακόμα, ένα από τα Prayer Beads διπλασιάζει και τη ποσότητα των Ether που ρίχνουν οι εχθροί όταν τους σκοτώνουμε. Επομένως, το να ξεμείνετε από “πυρομαχικά”, αποτελεί ένα σχεδόν απίθανο σενάριο.
Το γεγονός ότι μας δίνονται αρκετοί διαφορετικοί τρόποι επίθεσης, είναι αδιαμφισβήτητα ένα θετικό στοιχείο, μιας και πολλές από τις μάχες, απαιτούν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Για παράδειγμα, οι επιθέσεις με το στοιχείο του ανέμου αποτελούν τα quick attacks, αυτές του νερού χρησιμοποιούνται κυρίως για aoe επιθέσεις, ενώ αυτές της φωτιάς είναι το heavy όπλο του χαρακτήρα μας. Όλες οι παραπάνω επιθέσεις, μπορούν να αναβαθμιστούν μέσω ενός skill tree και να γίνουν ακόμα δυνατότερες με περισσότερες επιλογές. Έπειτα, υπάρχουν και τα Talismans, τα οποία κάνουν λίγο πιο ενδιαφέροντα τα πράγματα. Με αυτά, μπορούμε να κάνουμε stun αντιπάλους, να δημιουργήσουμε κάλυψη για να πραγματοποιήσουμε sneak attacks χωρίς να μας δουν και πολλά ακόμη. Τέλος, υπάρχει και το τόξο, το οποίο παρόλο που έχει περιορισμένο αριθμό βελών, κάνει πολύ damage στους αντιπάλους. Σε ό,τι αφορά στον τρόπο που αμυνόμαστε, έχουμε στη διάθεσή μας ένα shield, το οποίο αν πατήσουμε τη στιγμή που δεχόμαστε την επίθεση, πραγματοποιούμε ένα είδος parry.
Το μόνο κακό με το σύστημα μάχης, είναι ότι παρόλο που υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές, είναι πολύ απλό. Ναι, μερικοί από τους αντιπάλους απαιτούν συγκεκριμένες επιθέσεις για να νικηθούν, παρόλα αυτά είναι πάρα πολύ ξεκάθαρο το τι είδος επιθέσεων πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κάθε φορά, ειδικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά τις πρώτες έξι ώρες περίπου του παιχνιδιού, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα καινούργιο ή αρκετά ενδιαφέρον ώστε να αλλάξει το τρόπο που μαχόμαστε.
Τελικές εντυπώσεις
Το Ghostwire: Tokyo αποτελεί σίγουρα μια εναλλακτική εμπειρία. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις θετικές πτυχές του, η ιστορία του κατά τη γνώμη μας ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και το γεγονός ότι βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιαπωνική κουλτούρα αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία ένα θετικό στοιχείο. Επίσης, η ατμόσφαιρα του είναι μοναδική και παρόλο που με τη πάροδο του χρόνου δεν υπήρξαμε το ίδιο ενθουσιώδεις, συνολικά μας άφησε ικανοποιημένους. Ακόμα, το art style και το οπτικοακουστικό κομμάτι του παιχνιδιού γενικότερα, είναι πολύ εντυπωσιακά. Επιπλέον, κάτι ακόμα αρκετά ευχάριστο, είναι ότι κατά τη διάρκεια του δικού μας playthrough, δεν αντιμετωπίσαμε κανένα σοβαρό πρόβλημα στην απόδοση, ούτε κάποιο bug. Ο τεχνικός του τομέας συνολικά, ήταν άψογος.
Σχετικά με τα προβλήματα που εντοπίσαμε τώρα. Το βασικότερο πρόβλημα του Ghostwire: Tokyo, είναι ότι πάσχει από τα κλασικά προβλήματα που υπάρχουν στα περισσότερα open world παιχνίδια. Γενικότερα, περιέχει μια πανομοιότυπη φόρμουλα με τους περισσότερους τίτλους του είδους, η οποία απαρτίζεται από έναν αποπνικτικό αριθμό από collectibles και τα Torii Gates, που λειτουργούν ως “Towers” για το ξεκλείδωμα και την εξερεύνηση του χάρτη. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με έναν άδειο κόσμο και ένα αρκετά ευχάριστο σύστημα μάχης, το οποίο όμως μετά από περίπου έξι ώρες παιχνιδιού δεν έχει κάτι παραπάνω να δώσει, κάνουν την όλη εμπειρία λίγο generic. Αυτό που πιστεύουμε ότι θα έκανε το παιχνίδι πολύ καλύτερο συνολικά, είναι αν η Tango Gameworks δημιουργούσε μια σύντομη πιο linear εμπειρία, μιας και το παιχνίδι υποφέρει κυρίως από open world προβλήματα και επικεντρώνονταν στα δυνατά σημεία του παιχνιδιού, όπως η ιστορία, το οπτικοακουστικό του κομμάτι, και με μερικές βελτιώσεις το σύστημα μάχης.
Το παρόν review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του Ghostwire: Tokyo για PC.

Leave a Reply
View Comments